- ῥάπη
- ῥάπτωsew togetheraor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ράπη — η, Ν 1. η καλαμιά 2. βοτ. το φυτό που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία φύτη ή στενόφυλλος … Dictionary of Greek
καλάμιστρος — καλάμιστρος, ὁ (Α) [κάλαμος] (γλώσσα) κάρφος*, καλάμη*, ράπη* … Dictionary of Greek
καλαμιά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.186 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 7 χλμ. ΝΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 30 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
ραπίζω — ῥαπίζω, ΝΜΑ χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη τού χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο… … Dictionary of Greek